Πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας, μου σύστησε την εγγονή της, τη μικρή Αλκυόνη, η οποία, από ό,τι μου είπε η γιαγιά της, έχει ταλέντο στον χορό. Η «λογοτέχνισσα» Αλκυόνη Παπαδάκη, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, με το μαρκαδοράκι της έχει γράψει καθηλωτικά βιβλία που μετρούν φανατικούς αναγνώστες εδώ και δεκαετίες.
Στην αφήγηση της ζωής της μοιάζει να μη θέλει να κρύψει τίποτα, να συστηθεί με τους αναγνώστες της Bovary σαν να μην ξέρουν ποια είναι. Και, όπως πάντα, κρέμεσαι από τα λόγια της.
Έζησα πολύ άσχημα παιδικά χρόνια, δραματικά. Είχαμε πένθος, αρρώστιες, πόνο. Η μαμά μου στη φυλακή, ο παππούς μου και η γιαγιά μου στη φυλακή. Ο πατέρας μου μπήκε για ένα διάστημα, αλλά επειδή ήταν δάσκαλος σ' ένα χωριό και τον αγαπούσαν πάρα πολύ, μπήκαν όλοι οι χωριανοί σε ένα λεωφορείο και πήγαν στον Νομάρχη και του είπαν «Πάρε τα κλειδιά του σχολείου και βγάλε τον δάσκαλό μας έξω». Μα δεν είχε και τίποτα να τον βαραίνει -ούτε και τη μαμά μου και τους παππούδες μου. Είχε έναν αδερφό η μαμά μου που ήταν στο αντάρτικο στο βουνό, σε θέση ηγετική. Για να τον αναγκάσουν αυτόν να παραδοθεί, τραβούσε η οικογένεια όλα αυτά που τραβούσε. Η μαμά μου ήταν πάρα πολύ ευαίσθητη και ρομαντική, δεν άντεξε τη φυλακή και βγήκε με σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα. Βέβαια τον σκότωσαν μετά τον αδερφό της. Η γιαγιά μου είχε χάσει ακόμα ένα παιδί στην Αλβανία, νέος κι αυτός. Το περιβάλλον κάθε άλλο παρά κατάλληλο ήταν για να μεγαλώνει ένα παιδί.
Κανείς δε μου έδινε σημασία. Είχα, όμως, να φάω ό,τι ήθελα, δεν υπήρχε οικονομικό πρόβλημα. Καθόμουν σε έναν κήπο που είχαμε, πολύ μεγάλο, που τότε μου φαινόταν σαν μια ήπειρος. Καθόμουν κάτω απ’ τα δέντρα και κουβέντιαζα με τα πουλιά και έστελνα sms στον Θεό, μέσω των πουλιών, να κάνει κάτι, να αλλάξει το περιβάλλον στο σπίτι μας, αλλά δε γινόταν τίποτα.
Στο τέλος, έστειλα κι επιστολή στο Θεό. Πήγαινα στην πρώτη τάξη, μόλις είχα αρχίσει να γράφω. Έγραψα «Αγαπημένε μου Θεέ» κι ό,τι ήθελα να πω, το έκλεισα σε έναν φάκελο. Έγραψα «Προς τον Θεόν» από πίσω και το έριξα στο κουτί που είχαμε στο χωριό. Ο ταχυδρόμος είδε τον αποστολέα το έδωσε στον πατέρα μου και αυτός μου το έδωσε όταν ήμουν πια μεγάλη, πήγαινα στο Γυμνάσιο. Και μου λέει μια μέρα «Για έλα εδώ έχεις μια ανεπίδοτη επιστολή».
Αφού δεν κατάφερνα τίποτα, το όνειρό μου ήταν να φύγω. Να φύγω από αυτό το σπίτι. Να φύγω από αυτούς τους ανθρώπους. Ο καθένας, βέβαια, είχε αξία, αλλά εγώ δεν έβρισκα πάγιο πουθενά. Σε κανενός την αγκαλιά.
Περισσότερες λεπτομέρειες στο "bovary.gr" (εδώ)
|
|||||||||
Το αεροδρόμιο
Μια ξανθιά πάει με τον αρραβωνιαστικό της να δουν ένα σπίτι που θέλουν να αγοράσουν. Καθώς μελετούν το σπίτι ο αρραβωνιαστικός λέει στον μεσίτη: – Ωραίο το σπίτι και σε καλή τιμή. Αλλά παρατηρώ ότι βρίσκεται κοντά σε αεροδρόμιο. Δε θα’ χει πολύ θόρυβο; – Θα έχει, αλλά ύστερα από μια βδομάδα θα τον συνηθίσετε και δεν θα έχετε πρόβλημα, του απαντάει ο μεσίτης. Και η ξανθιά λέει αποκρινόμενη και στους δύο: – Αχ να το πάρουμε αγάπη μου και δεν πειράζει, την πρώτη βδομάδα, μένουμε σε ξενοδοχείο! |
|