Οι Απόκριες είναι η περίοδος των τριών εβδομάδων πριν από την Καθαρή Δευτέρα οπότε αρχίζει και η μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Αποκριά (αποκρεά) σημαίνει αποχή από το κρέας. Επίσης, κατά μία εκδοχή, η λατινογενής λέξη “Καρναβάλι” αποτελείται από τις λέξεις carne = κρέας και vale = χαιρετώ.
Την έννοια της αποκριάς την συναντάμε για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα, στις πομπές που γίνονταν κατά τη διάρκεια των Ελευσινίων Μυστηρίων, που μαζί με τα Διονύσια είναι οι πρόγονοι του σημερινού καρναβαλιού. Τις ημέρες των τελετουργιών οι παρευρισκόμενοι μεταμφιέζονταν σε σάτυρους ή κάλυπταν το πρόσωπό τους, προκειμένου να παραμείνει άγνωστη η ταυτότητά τους και επιδίδονταν στον χορό και στο ποτό με προκλητικές πράξεις και έντονη βωμολοχία.
Οι Ρωμαίοι στη συνέχεια ευτέλισαν την ουσία των τελετών αυτών και έτσι τις διέδωσαν στις χώρες της αυτοκρατορίας τους. Η χριστιανική εκκλησία, ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες της ιστορίας της, προσπάθησε με πάθος να καταργήσει τα ειδωλολατρικά αυτά έθιμα ή έστω να τα περιορίσει, στάθηκε όμως μάταιο καθώς οι ρίζες τους ήταν πολύ βαθιές. Γι’ αυτό και στο τέλος τις οικειοποιήθηκε.
Σήμερα οι Απόκριες ονομάζονται «Τριώδιο». Η ονομασία αυτή προέρχεται από τις «τρεις ωδές» του Ευαγγελίου της Ορθοδοξίας. Το «Τριώδιο» αρχίζει την Κυριακή του «Τελώνη και Φαρισαίου», συνεχίζει με την Κυριακή του «Ασώτου Υιού», την Κυριακή της «Απόκρεω» και ολοκληρώνεται την Κυριακή της «Τυρινής» ή «Τυροφάγου». Η επόμενη είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής και ξεκινάει η νηστεία, η οποία διαρκεί 40 ημέρες. Οι χριστιανοί ονόμασαν την μέρα αυτή “Καθαρά Δευτέρα”, γιατί με την έναρξη της νηστείας θεωρούσαν ότι ξεκίναγε η «κάθαρση» του σώματος και του πνεύματος.
Η πιο λαμπρή περίοδος της αθηναϊκής Αποκριάς συμπίπτει με την belle epoque στην εποχή του Τρικούπη. Τότε είναι που επικρατεί στα αστικά κέντρα το καρναβάλι δυτικού τύπου, με σερπαντίνες, παλιάτσους, τυποποιημένες μεταμφιέσεις, χορούς, πομπές με άρματα, κομιτάτα και άλλες πολυδάπανες παραστάσεις. Ακόμη και στα τουρκοκρατούμενα Γιάννινα ή στην Κόνιτσα γινόταν η γνωστή παρέλαση των αρμάτων με συμβολικές και σατιρικές παραστάσεις.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες να αναβιώσουν τα παραδοσιακά αποκριάτικα έθιμα σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ένα πραγματικό ψηφιδωτό ιστορίας και λαογραφίας του παρελθόντος ζωντανεύει ξανά. Οι μύθοι και οι θρύλοι της χώρας μας, αυτές τις μέρες, έρχονται στο προσκήνιο και μέσα από τον χορό, το γλέντι και το τραγούδι γίνονται πραγματικότητα.
Αγναντερό Καρδίτσας
Ένα έθιμο που ξεπερνάει τις προσδοκίες του κάθε επισκέπτη. Ένα τελετουργικό που συνεχίζει να βιώνει πάρα πολλά χρόνια χωρίς καμιά διακοπή. Ένα έθιμο που τελείται βασιζόμενο στην ατομική οργάνωση του καθενός συμμετέχοντος που ενωμένος με το σύνολο ενεργεί και κινείται με πειθαρχία κάτω από τους άγραφους νόμους όπως επιτάσσει το έθιμο του χωριού. Ακόμα και οι σύλλογοι και λοιποί φορείς του χωριού εντάσσονται ως απλοί στρατιώτες στην ομάδα(μπουλούκι όπως λέγεται) των φημισμένων κουδουνάδων των δρώμενων της ημέρας.
Ένα διαφορετικό συναίσθημα βιώνουν εδώ και αιώνες οι κάτοικοι του Αγναντερού και συνεχίζουν μια παράδοση που περνάει από γενιά σε γενιά. Τα δρώμενα ξεκινούν από την Κυριακή για να αποκορυφωθούν τη Δευτέρα. Την Καθαρά Δευτέρα από το πρωί, «ο μαγικός αυλός», ο αγαπημένος και βαθιά χαραγμένος ήχος των κουδουνιών, στο υποσυνείδητο κάθε χωριανού αντηχεί διαδοχικά σε κάθε γειτονιά του χωριού. Ομάδες φοβερών μασκοφόρων κάθε ηλικίας που είναι ντυμένοι με προβιές και ζωσμένοι με κουδούνια(γκδουνάδις= κουδουνάδες), αφού σηκώσουν στην κυριολεξία το χωριό στο πόδι, εμφανίζονται στην πλατεία του χωριού από διαφορετικές κατευθύνσεις η κάθε ομάδα, για να δώσουν το παρόν συμμετοχής στην κεντρική γενική ομάδα (μπλούκ’=μπουλούκι). Στο μπουλούκι εκτός από τους γκδουνάδις που αποτελούν τον μεγαλύτερο όγκο και τη δύναμη κρούσης συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα που υποδύονται ρόλους του παραδοσιακού Καραγκούνικου γάμου (νύφη, γαμπρός, πεθερά, κλπ. Όλοι άνδρες). Όλοι μαζί περιφέρονται στο χωριό αναπαριστώντας στιγμιότυπα του γάμου, ενώ παράλληλα οι κουδουνάνες σείουν τη γη με τον ήχο των κουδουνιών. Είναι ένα είδος επίκλησης (φοβέρα) στη μητέρα γή και στη φύση να ανθοφορήσει και να καρπίσει. Μια προαναγγελία του ερχομού της άνοιξης. Εξ ου και το ζεύγος των νεόνυμφων ως σύμβολο γονιμότητας και ευκαρπίας.
Στον ιδιότυπο αυτό θίασο συμπεριλαμβάνονται ακόμα και οι ρόλοι του παπά, των συμπέθερων, του χωροφύλακα, του γιατρού και όλων εκείνων που έδιναν το παρόν σε τέτοιες στιγμές! Μια παραδοσιακή ορχήστρα τους περιμένει στην πλατεία όπου καταλήγουν νωρίς το μεσημέρι και στήνεται ένας μεγάλος χορός των μεταμφιεσμένων με τη συνοδεία της και μέσα σε μια πανδαισία ήχων θορύβων και φωνών των ίδιων αλλά και του πλήθους που παρακολουθεί. Παράλληλα σερβίρεται στους παρευρισκόμενους φασολάδα και άφθονο κρασί. Κάποια στιγμή και ενώ το γλέντι έχει ανάψει για τα καλά, οι κουδουνάδες εξαφανίζονται για μικρό χρονικό διάστημα και επιστρέφουν στον χορό τρέχοντας, με τον ήχο τον κουδουνιών να τραντάζει την πλατεία φέρνοντας μαζί τους τον αρκουδιάρη και την αρκούδα!
Η παλιά ονομασία του Αγναντερού είναι «Μισδάνι». Τους Μισδανίτες λοιπόν τους λένε και «κλεφταρκουδάδες» για τον εξής λόγο: Όλοι θυμούνται τους αθίγγανους που γύριζαν στα χωριά με μια αρκούδα που την έβαζαν να χορεύει.
Κάποτε κατασκήνωσαν στο Μισδάνι μερικές οικογένειες από αθίγγανους, που μαζί τους είχαν και μία αρκούδα.
Σε ένα στοίχημα με τους Μισδανίτες ότι θα καταφέρουν να τους κλέψουν το άγριο αυτό ζώο, κέρδισαν οι Μισδανίτες που κατάφεραν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να κλέψουν την αρκούδα (γιατί όντως λαός τολμηρός και ριψοκίνδυνος) και να την κρύψουν στα κελιά της εκκλησίας. Οι αθίγγανοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν λίτρα για να την ξαναπάρουν πίσω.
Η φήμη του γεγονότος διαδόθηκε σε όλα τα χωριά και οι Μισδανίτες άρχισαν να το αναπαριστούν και να χαίρονται με το κατόρθωμά τους. Σιγά-σιγά στο πέρασμα των χρόνων έγινε θρύλος και έθιμο που ενσωματώθηκε στα δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας που το τηρούν ανελλιπώς και με θρησκευτική ευλάβεια μέχρι σήμερα.
|
|||||||||
Το αεροδρόμιο
Μια ξανθιά πάει με τον αρραβωνιαστικό της να δουν ένα σπίτι που θέλουν να αγοράσουν. Καθώς μελετούν το σπίτι ο αρραβωνιαστικός λέει στον μεσίτη: – Ωραίο το σπίτι και σε καλή τιμή. Αλλά παρατηρώ ότι βρίσκεται κοντά σε αεροδρόμιο. Δε θα’ χει πολύ θόρυβο; – Θα έχει, αλλά ύστερα από μια βδομάδα θα τον συνηθίσετε και δεν θα έχετε πρόβλημα, του απαντάει ο μεσίτης. Και η ξανθιά λέει αποκρινόμενη και στους δύο: – Αχ να το πάρουμε αγάπη μου και δεν πειράζει, την πρώτη βδομάδα, μένουμε σε ξενοδοχείο! |
|